αμάντριστος

αμάντριστος
και αμάνδριστος, -η, -ο [μαντρίζω]
(για ζώα και μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δεν κλείστηκε σε μάντρα
2. αυτός που δεν μπορείς να τόν μαντρίσεις, να τόν περιορίσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμάντριστος — αμάντριστος, η, ο και αμάντρωτος, η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε στο μαντρί: Τα είχαν ακόμη αμάντριστα τα γίδια. 2. αυτός που δε φράχτηκε με μάντρα: Άφησαν το περιβόλι αμάντρωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάντρωτος — και αμάνδρωτος, η, ο [μαντρώνω] 1. αυτός που δεν έχει περιφραχθεί με μάντρα, απεριτείχιστος 2. (για ποίμνια και άλλα ζώα) αμάντριστος*. 3. αυτός που δεν φυλάσσεται, δεν δέχεται περιορισμούς, ελεύθερος, αλλά και αυτός που δεν επιτηρείται, δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”